- ικριόεις
- ἰκριόεις, -εσσα, -εν (Α) [ίκριον](για τον σταυρό) αυτός που μοιάζει με ικρίωμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ικρίο — το (Α ἰκρίον και ἴκριον) ικρίωμα*, σκαλωσιά αρχ. 1. θεωρείο 2. (στον πληθ. τὰ ἴκρια α) σανίδωμα τού καταστρώματος τών ομηρικών πλοίων β) οι πλευρές τού πλοίου ή το άνω άκρο τών πλευρών του, η κουπαστή γ) ξύλινο κατασκεύασμα ψηλότερο από την… … Dictionary of Greek